ἐλασίχθων

ἐλασίχθων
ἐλᾰσίχθων, ονος, ,
A earth-striking,

Ποσειδῶν Pi.Fr.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελασίχθων — ἐλασίχθων, ο (Α) (επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που τραντάζει τη γη …   Dictionary of Greek

  • ἐλασίχθων — earth striking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”